παρεσπαρμένη

παρεσπαρμένη
παρά-σπείρω
sow
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεσπαρμένῃ — παρά , εἰσ παραμένω stay beside pres subj mp 2nd sg παρά , εἰσ παραμένω stay beside pres ind mp 2nd sg παρά , εἰσ παραμένω stay beside pres subj act 3rd sg παρά σπείρω sow perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασπείρω — Α 1. σπέρνω κοντά σε κάτι 2. σπέρνω επί πλέον 3. διασπείρω, διασκορπίζω 4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό 5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”